Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ακάλυπτος -η -ο [akádivptos] : I.που δεν τον έχουν καλύψει. ANT καλυμμένος. 1α. που δεν είναι σκεπασμένος με κάλυμμα· ξεσκέπαστος: ακάλυπτος -η -ο υπόνομος. Aκάλυπτο πηγάδι. || για χώρο που δεν έχει στέγη ή στέγαστρο. β. για μέρος του σώματος που είναι γυμνό: Tο φόρεμα αφήνει ακάλυπτους τους ώμους. Δεν κυκλοφορεί ποτέ με ακάλυπτο το κεφάλι, χωρίς καπέλο, μαντίλι κτλ. Ο ληστής είχε ακάλυπτο το πρόσωπο. γ. για χώρο που δεν είναι χτισμένος: Tο μεγαλύτερο μέρος του οικοπέδου έμεινε ακάλυπτο. || (ως ουσ.) ο ακάλυπτος, τμήμα του οικοπέδου στην εσωτερική πλευρά μιας οικοδομής, που μένει υποχρεωτικά ελεύθερο: Tο διαμέρισμα έχει ένα δωμάτιο στον ακάλυπτο και την κουζίνα στο φωταγωγό. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.