ακάλυπτος -η -ο Adj.  [akaliptos -i -o, akalyptos -h -o]

  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • ακάλυπτος (maskulin)
  • ακάλυπτη (feminin)
  • ακάλυπτο (neutrum)


Griechische Definition zu ακάλυπτος -η -ο

ακάλυπτος -η -ο [akádivptos] : I.που δεν τον έχουν καλύψει. ANT καλυμμένος. 1α. που δεν είναι σκεπασμένος με κάλυμμα· ξεσκέπαστος: ακάλυπτος -η -ο υπόνομος. Aκάλυπτο πηγάδι. || για χώρο που δεν έχει στέγη ή στέγαστρο. β. για μέρος του σώματος που είναι γυμνό: Tο φόρεμα αφήνει ακάλυπτους τους ώμους. Δεν κυκλοφορεί ποτέ με ακάλυπτο το κεφάλι, χωρίς καπέλο, μαντίλι κτλ. Ο ληστής είχε ακάλυπτο το πρόσωπο. γ. για χώρο που δεν είναι χτισμένος: Tο μεγαλύτερο μέρος του οικοπέδου έμεινε ακάλυπτο. || (ως ουσ.) ο ακάλυπτος, τμήμα του οικοπέδου στην εσωτερική πλευρά μιας οικοδομής, που μένει υποχρεωτικά ελεύθερο: Tο διαμέρισμα έχει ένα δωμάτιο στον ακάλυπτο και την κουζίνα στο φωταγωγό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback